κρυοπάγημα

κρυοπάγημα
Το σύνολο των διαταραχών που προκαλούνται σε ιστούς του σώματος ως συνέπεια της τοπικής επίδρασης του ψύχους. Το κ. προσβάλλει συχνότερα τα άκρα, τη μύτη, τα αφτιά, τα χέρια και τα πόδια. Η έκθεση του ανθρώπινου σώματος σε χαμηλές θερμοκρασίες προκαλεί διαταραχή της κυκλοφορίας του αίματος, η οποία προκαλεί νέκρωση των πληγέντων ιστών, αν φτάσει σε ακραίες καταστάσεις. Σχηματικά, το κ. διακρίνεται σε τρία κλινικά στάδια: στο πρώτο το δέρμα παρουσιάζεται ωχρό και ψυχρό (σύσπαση των τριχοειδών αγγείων) για να γίνει αργότερα κυανωτικό (παράλυση των τριχοειδών φλεβιδίων και στάση του αίματος), ενώ ο ασθενής αισθάνεται έντονο πόνο· στο δεύτερο, παρουσιάζονται στο δέρμα φυσαλίδες γεμάτες υγρό, ενώ επιδεινώνονται τα επώδυνα φαινόμενα και εμφανίζονται μυϊκές παραλύσεις. Τόσο το πρώτο όσο και το δεύτερο στάδιο μπορούν να υποχωρήσουν πλήρως με την κατάλληλη θεραπευτική αντιμετώπιση. Στο τρίτο στάδιο, τέλος, υπεισέρχεται η γάγγραινα των ιστών, δηλαδή η εξέλκωση και στη συνέχεια η νέκρωση των ιστών. Τα τοπικά συμπτώματα συνοδεύονται από διάφορες γενικές διαταραχές (πυρετός, ελάττωση ή απώλεια της συνειδήσεως κ.ά.). Η θεραπευτική αγωγή του κ. σκοπεύει πρωτίστως στην αποκατάσταση της κυκλοφορίας του αίματος στις πάσχουσες περιοχές κατά βραδύ και βαθμιαίο τρόπο. Αντίθετα, όταν υπάρχει γάγγραινα, απαιτείται πολλές φορές ο έγκαιρος ακρωτηριασμός των νεκρωθέντων τμημάτων, ώστε να προληφθούν η επέκταση της παθολογικής κατάστασης και η σηψαιμία.
* * *
το [κρυοπαγώ]
το αποτέλεσμα τής επίδρασης τού έντονου ψύχους σε ένα όργανο ή μέλος τού σώματος, κυρίως στα δάκτυλα τών ποδιών και τών χεριών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κρυοπάγημα — το, ατος η νέκρωση των άκρων του ανθρώπινου σώματος, ξεπάγιασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρουστάλλιασμα — το [κρουσταλλιάζω] 1. (για υγρό) πάγωμα, πήξη, στερεοποίηση 2. (για μέλη τού σώματος) ψύξη, κοκάλιασμα 3. κρυοπάγημα …   Dictionary of Greek

  • μάλκη — μάλκη, ἡ (Α) 1. η νάρκη, το μούδιασμα που προκαλείται στα μέλη τού σώματος λόγω υπερβολικού ψύχους 2. χιονίστρα, κρυοπάγημα, ξεπάγιασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση με το μαλακός* προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες] …   Dictionary of Greek

  • κρυοπαγώ — ησα, παθαίνω κρυοπάγημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”